ναυμάχος

ναυμάχος
-ο (Α ναυμάχος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που μάχεται στη θάλασσα, αυτός που παίρνει μέρος σε ναυμαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονομάχος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ναύμαχος — ναύμαχος, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ναυμαχία ή αυτός που είναι κατάλληλος για ναυμαχία 2. νικητής σε ναυμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + μαχος (< μάχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ναυμάχος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναύμαχος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυμάχος — ο μαχητής στη θάλασσα, αλλ. θαλασσομάχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυμάχοις — ναύμαχος of masc/fem/neut dat pl ναυμάχος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυμάχον — ναυμάχος masc/fem acc sg ναυμάχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυμάχου — ναύμαχος of masc/fem/neut gen sg ναυμάχος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυμάχους — ναύμαχος of masc/fem acc pl ναυμάχος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυμάχων — ναύμαχος of masc/fem/neut gen pl ναυμάχος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυμάχῳ — ναύμαχος of masc/fem/neut dat sg ναυμάχος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”